мълчати — МЪЛЧ|АТИ (221), ОУ, ИТЬ гл. 1.Молчать, безмолвствовать: Иде же п(о)слѹшѧниѥ бɤдеть не изнеси бесѣды. и без ѹма въ пирѣ не мѹдри с‹ѧ›. бѹди ˫ако же вѣды и мълчѧ. (σιωπῶν) Изб 1076, 151 об.; г҃ла томѹ блаженыи. мълъчи чадо и не рьци никомѹ же о… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
νευστός — ή, όν (Α νευστός, ή, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν) όρος τής οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια τού επιφανειακού υμενίου ήρεμων… … Dictionary of Greek
φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… … Dictionary of Greek
χόβερκραφτ — το, Ν άκλ. τεχνολ. κοινή ονομασία τών αμφίβιων οχημάτων που κινούνται στην επιφάνεια ήρεμων υδάτων ή στην επιφάνεια τού εδάφους, πάνω σε στρώμα αέρα παραγόμενο από τις μηχανές τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hovercraft «μετέωρο σκάφος»] … Dictionary of Greek
ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… … Dictionary of Greek