ἠρεμῶν

ἠρεμῶν
ἠρεμάζω
to be still
fut part act masc voc sg
ἠρεμάζω
to be still
fut part act neut nom/voc/acc sg
ἠρεμάζω
to be still
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
ἠρεμέω
to be still
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • мълчати — МЪЛЧ|АТИ (221), ОУ, ИТЬ гл. 1.Молчать, безмолвствовать: Иде же п(о)слѹшѧниѥ бɤдеть не изнеси бесѣды. и без ѹма въ пирѣ не мѹдри с‹ѧ›. бѹди ˫ако же вѣды и мълчѧ. (σιωπῶν) Изб 1076, 151 об.; г҃ла томѹ блаженыи. мълъчи чадо и не рьци никомѹ же о… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • νευστός — ή, όν (Α νευστός, ή, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν) όρος τής οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια τού επιφανειακού υμενίου ήρεμων… …   Dictionary of Greek

  • φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • χόβερκραφτ — το, Ν άκλ. τεχνολ. κοινή ονομασία τών αμφίβιων οχημάτων που κινούνται στην επιφάνεια ήρεμων υδάτων ή στην επιφάνεια τού εδάφους, πάνω σε στρώμα αέρα παραγόμενο από τις μηχανές τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hovercraft «μετέωρο σκάφος»] …   Dictionary of Greek

  • ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”